- προσχαρακτηρικῶς
- προσχᾰρακτηρικῶς, Adv.A as extension of character, dub. in Phld. Lib.p.6O.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσχαρακτηρικώς — Α επίρρ. (αμφβλ. γρφ.) σύμφωνα με τον χαρακτήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + χαρακτήρ] … Dictionary of Greek